- περιστερίς
- περιστερ-ίς, ίδος, ἡ, = foreg.1, BGU594.9 (i A.D.), Aq.Ge.15.9, v.l. in Gal.6.708.II a woman's ornament, Com.Adesp.1115.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιστερίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερίς — ίδος, ἡ, Α 1. μικρό περιστέρι 2. είδος γυναικείου κοσμήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + κατάλ. ίς (πρβλ. μαχαιρ ίς)] … Dictionary of Greek